Η συνέντευξη του πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ στη Le Monde έχει ως εξής:
Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία ακολουθεί δύο παράλληλους δρόμους: προσήλωση στη νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα από τη μια πλευρά και από την άλλη δέσμευση ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεδομένης της τρέχουσας κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιστεύετε ότι αυτές οι δύο πολιτικές παραμένουν συμβατές;
Επιτρέψτε μου ένα μικρό σχόλιο συνολικά για το σημερινό πολιτικό πλαίσιο. Δεν θα αναφερθώ στη Βρετανία και στη νέα κυβέρνηση της χώρας διότι δεν γνωρίζω τους σημερινούς της ηγέτες.
Θα έλεγα λοιπόν ότι συνολικά η Ευρώπη έχει έλλειψη ηγετών. Της λείπουν εκείνες οι προσωπικότητες, οι οποίες είτε ως αρχηγοί κυβερνήσεων είτε ως επικεφαλείς ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων θα έχουν μια ικανοποιητική γνώση των εθνικών και διεθνών ζητημάτων και επιπλέον θα έχουν την ικανότητα ευθυκρισίας. Ασφαλώς υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ του οποίου όμως η χώρα δεν διαθέτει το αναγκαίο ειδικό βάρος για να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο.
Απαντώντας στην ερώτησή σας δεν νομίζω ότι η Γερμανία και οι πολιτικοί της έχουν αποκηρύξει τη σταθερότητα. Θα προσέθετα όμως ότι η σημερινή κυβέρνηση στελεχώνεται από ανθρώπους οι οποίοι μαθαίνουν τη δουλειά τους επί τω έργω. Μέχρι σήμερα δεν διέθεταν εμπειρία επί των διεθνών πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων. Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι ένας άνθρωπος στον οποίο τρέφω βαθιά εκτίμηση και εύχομαι να πετύχει. Έχει καλή αντίληψη των φορολογικών και δημοσιονομικών θεμάτων. Όμως οι διεθνείς αγορές κεφαλαίων και συναλλάγματος, το τραπεζικό σύστημα, η εποπτεία των τραπεζών και οι «σκιώδεις» τράπεζες είναι κάτι άγνωστο για αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για την Αγκελα Μερκελ. Μακριά από εμένα η κριτική στην κυρία Μέρκελ ή τον κ. Σόιμπλε. Σήμερα όμως χρειαζόμαστε σε θέσεις ευθύνης ανθρώπους που να αντιλαμβάνονται τον κόσμο της οικονομίας.
Για κάποιους είναι πιο βαθύ το πρόβλημα. Μιλούν για το λάθος της δημιουργίας της νομισματικής ένωσης με δεδομένη την έλλειψη πολιτικού οράματος ακόμα και της έλλειψης μιας πολιτικής ένωσης ως προοπτική.
Αυτά τα λέει η Bundesbank (Ομοσπονδιακή τράπεζα της Γερμανίας) εδώ και τριάντα χρόνια. Στην ουσία αυτοί που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο είναι αντιδραστικοί. Είναι εχθρικοί προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ποιον έχετε κατά νου, δεδομένου ότι άνθρωποι σαν τον Χανς Τιετμάγιερ (πρόεδρος της Bundesbannk την περίοδο 1993 1998) δεν παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο.
Όμως οι διάδοχοί τους –με μία ίσως εξαίρεση- έχουν επίσης αντιδραστικές απόψεις ως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Δεν αντιλαμβάνονται αυτή τη στρατηγική αναγκαιότητα και δρουν –και αντιδρούν- με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Υπάρχει μια γερμανική παροιμία που λέει ότι «η φιλία τελειώνει με τα λεφτά». Υπάρχει σήμερα η γενικευμένη αντίληψη ότι ζητείται από τους Γερμανούς να προστρέξουν σε βοήθεια των αδυνάτων ευρωπαίων. Και προφανώς οι Γερμανοί δυσκολεύονται να αποδεχθούν κάτι τέτοιο. Το λάθος έγινε την εποχή του Μάαστριχτ. Τα 12 τότε μέλη της Ένωσης δεν αρκέστηκαν να καλέσουν άλλες χώρες να γίνουν μέλη αλλά εφηύραν το ευρώ προσκαλώντας κάθε κράτος να συμμετέχει σε αυτό χωρίς να αλλάξουν ή να διευκρινιστούν οι κανόνες. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος. Σήμερα πληρώνουμε τις συνέπειες εκείνης της παράλειψης, της μη θέσπισης κανόνων.
Θα έπρεπε να έχει πιο στενά σύνορα η ευρωζώνη;
Αυτή είναι η γνώμη μου. Και θα έπρεπε να είχαν προσδιοριστεί επακριβώς οι «κανόνες λειτουργίας» για τα κράτη μέλη. Αυτό που αποκαλούμε σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης δεν επέχει ισχύ νόμου, είναι απλώς μια συμφωνία μεταξύ κυβερνήσεων. Είναι λυπηρό το ότι Γερμανία και Γαλλία δεν κατάφεραν στις αρχές του αιώνα να κάνουν ένα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Η κυρία Μέρκελ είχε την πρόθεση να διορθώσει αυτά τα λάθη αλλά οι προσπάθειές της απέβησαν άκαρπες λόγω έλλειψης διπλωματικότητας.
Όταν ο Χανς Τιετμάγιερ είχε εκφράσει παρόμοιες απόψεις, για την ανάγκη δημιουργίας ενός σκληρού πυρήνα της Ευρώπης, τον είχατε κατηγορήσει για εθνικισμό. Αυτό ακριβώς δεν ισχυρίζεστε σήμερα;
Πολλά άλλαξαν από τότε, η παγκοσμιοποίηση της κερδοσκοπίας, του χρήματος και των κεφαλαιαγορών καθώς και των χρηματοπιστωτικών εργαλείων. (…) Οι προσωπικότητες που είναι ικανές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σπανίζουν πλέον. Ο Ζακ Ντελόρ ήταν ένας από αυτούς. Αντικαταστάθηκε από ανθρώπους που κανείς δεν ξέρει το όνομά τους. Το ίδιο συνέβη και με τους μόνιμους επιτρόπους, τους άλλους αξιωματούχους και αυτόν τον… πώς τον λένε; Βαν Ρομπάι; Και με εκείνη που είναι υποτίθεται υπεύθυνη της εξωτερικής πολιτικής, μια αγγλίδα της οποίας ελάχιστοι θυμούνται το όνομα. Αυτό συμβαίνει και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο μόνος που ξεχωρίζει από τους έχοντες θεσμικό ρόλο είναι ο Ζαν Κλοντ Τρισέ. Δεν ξέρω πόση δύναμη έχει στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα αλλά εξ όσων γνωρίζω δεν έχει υποπέσει μέχρι σήμερα σε σοβαρό λάθος.
Η Ελλάδα και η Πορτογαλία εισήλθαν στη νομισματική ένωση με σχεδόν μηδενικό εξωτερικό ισοζύγιο: το εξωτερικό τους χρέος ήταν σχεδόν ισορροπημένο σε σχέση με το ενεργητικό τους. Στη συνέχεια και επί μία δεκαετία κατέγραφαν δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 10% επί του ΑΕΠ. Δεν χρειάζεται να είσαι διάνοια για να προβλέψεις ότι το χρέος τους θα έφτανε το 100% του ΑΕΠ.
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι πώς δεν το αντιλήφθηκε αυτό κανείς, ούτε στη Βασιλεία (έδρα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών) ούτε στις Βρυξέλλες, ούτε σε κάποια στατιστική υπηρεσία; Κανείς δεν φαίνεται να το είχε καταλάβει. Αλλά θα πρέπει να πούμε ότι για μια εξίσου μεγάλη περίοδο η γερμανική πολιτική ελίτ δεν είχε αντιληφθεί τα δημοσιονομικά μας πλεονάσματα. Η Γερμανία έκανε ό,τι και η Κίνα με τη διαφορά ότι οι Κινέζοι έχουν δικό τους νόμισμα που μπορεί να ανατιμηθεί. Αν είχαμε διατηρήσει το μάρκο τότε αυτό θα είχε τουλάχιστον μία αν όχι δύο φορές την τελευταία εικοσαετία δεχθεί επίθεση από κερδοσκόπους, χειρότερη μάλιστα από αυτή που δέχθηκε η Ελλάδα ή Ιρλανδία. Παραμένω λοιπόν υπέρμαχος του κοινού νομίσματος παρόλο που οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν καταφέρει να θεσπίσουν κανόνες και έχουν κάνει το τεράστιο λάθος να δεχθούν οποιονδήποτε στην ευρωζώνη.
Θεωρώ ότι υπάρχει 51% πιθανότητα να αναδυθεί εντός της προσεχούς εικοσαετίας ένας σκληρός πυρήνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός ο πυρήνας θα μπορούσε να περιλαμβάνει τους Γάλλους, τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς. Για τους Ιταλούς έχω κάποιες επιφυλάξεις. Είμαι επίσης σίγουρος ότι οι Βρετανοί δεν θα ήταν μέρος αυτής της ομάδας, όπως ούτε και οι Πολωνοί. Και ασφαλώς ανάμεσά τους θα ήταν χώρες όπως το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και πιθανόν η Δανία και η Σουηδία. Δεν θα πρόκειται για μια ομάδα που θα δημιουργηθεί στα χαρτιά. Δεν θα είναι ένας de facto αλλά ένας de jure σκληρός πυρήνας.